- νανομελής
- -ές(για έμβρυο) αυτός που έχει πολύ μικρά μέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + -μελής (< μέλος), πρβλ. ευ-μελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάνος — Μυθολογικό ον. Είναι γνωστό στη μυθολογία λαών της Ευρώπης ως oν πολύ μικρού αναστήματος, ηλικιωμένο και με γενειάδα, δύσμορφο, με χοντρό κεφάλι και μεγάλο στόμα, πόδια δυσανάλογα και στραβά. * * * και νάννος, ο (Α νᾱνος) άνθρωπος εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
νανομελία — η [νανομελής] ιατρ. διαταραχή τής διάπλασης η οποία χαρακτηρίζεται από υπερβολική μικρότητα ενός ή περισσότερων μελών τού σώματος … Dictionary of Greek